- λογισμός
- λογισμόςcountingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
λογισμός — ο 1. σκέψη, στοχασμός: Ο λογισμός του έτρεχε στα παιδιά του που είχε να τα δει χρόνια. 2. (μαθημ.), υπολογισμός: Διαφορικός λογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λογισμός — ảγνισμός. — λογισμός ảγνισμός. См. Признанье сестра покаянью … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
ολοκληρωτικός λογισμός — Βλ. λ. απειροστικός λογισμός … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
λογισμοῖς — λογισμός counting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμοί — λογισμός counting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμοῦ — λογισμός counting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμούς — λογισμός counting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)